- ἐπανακύπτουσαν
- ἐπανακύπτωhave an upward slopepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανακύπτω — ἐπανακύπτω (Α) [κύπτω] 1. έχω ή σχηματίζω κλίση προς τα πάνω, τείνω προς τα πάνω («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», Ξεν.) 2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου 3. φρ. «ἀνέκυψε λόγος» προβλήθηκε νέο επιχείρημα (Πλούτ.) … Dictionary of Greek